Η ΚΥΣΤΗ ΚΟΚΚΥΓΟΣ Η ΤΡΙΧΟΦΩΛΕΑΚΗ ΚΥΣΤΗ

Η κύστη κόκκυγος ή τριχοφωλεακή κύστη είναι ένας κυστικός σχηματισμός που αναπτύσσεται κατά μηκος του κόκκυγα κοντά στη μεσογλουτιαία σχισμή και σε αποσταση περίπου 4-5εκ. από τον πρωκτό. Συνήθως περιέχει τρίχες και δερματικά υπολείμματα. Η επίπτωσή της υπολογίζεται σε 26 περιπτώσεις ανά 100000. Είναι 2-4 φορές συχνότερη στους άνδρες, εμφανίζεται συνηθέστερα στην Καυκάσια φυλή και στην ηλικιακή ομάδα από 14 εώς 25 ετών, ενώ είναι σπάνια μετά την ηλικία των 40 ετών.

Παρά την πληθώρα θεωριών για την προέλευση της τριχοφωλεακής κύστεως, σήμερα θεωρείται ότι αποτελεί επίκτητη νόσο, παρά συγγενή, και ότι προκαλείται από τρίχες που αποπίπτουν και εισχωρούν σε διατεταμένους τριχοφόρους θύλακες. Η τοπική φλεγμονώδης αντίδραση οδηγεί στο σχηματισμό κύστεων που περικλείουν τις τρίχες αυτές και άλλα δερματικά υπολείμματα. Η συνεχής τοπική πίεση προδιαθέτει στην εμφάνιση κύστεως ή στη φλεγμονή μιας ήδη υπάρχουσας. Στους προδιαθεσικούς παράγοντες, εκτός από το ανδρικό φύλο, περιλαμβάνονται το οικογενειακό ιστορικό, η καθιστική εργασία, η τριχοφυία, η παχυσαρκία, καθώς και η ανατομικά βαθειά μεσογλουτιαία σχισμή.

Η κύστη κόκκυγος μπορεί να είναι ασυμπτωματική

με μόνο εύρημα την εμφάνιση ενός δερματικού συριγγώδους στομίου στην ιεροκοκκυγική χώρα επί της μέσης γραμμής. Αν όμως μολυνθεί εμφανίζεται με σημεία τοπικής φλεγμονής (θερμότητα, ερυθρότητα και οίδημα), πόνο, ως απόστημα με πύον ή πιο σπάνια πυρετό. Η κλινική διάγνωση συνήθως αρκεί, ενώ ο εργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος κρίνεται μη απαραίτητος.

Η ασυμπτωματική κύστη κόκκυγος δε χρήζει θεραπευτικής αγωγής.

Αν όμως επιπλακεί με δημιουργεία αποστήματος, απαιτείται διάνοιξη και παροχέτευση. Οι ασθενείς με υποτροπιάζουσα κύστη κόκκυγος, πολλαπλά συρίγγια ή χρόνια νόσο πρέπει να αντιμετωπίζονται με πιο επεμβατικές μεθόδους που περιλαμβάνουν την εκτομή της κύστεως και των συριγγίων. Διάφορες χειρουργικές μέθοδοι έχουν χρησιμοποιηθει στην αντιμετώπιση της κύστεως, με κύρια διαφορά την παραμονή ανοικτού τραύματος, που απαιτεί πολλαπλές αλλαγες, έναντι της εκτομής και σύγκλεισης κατά πρώτο σκοπό. Η θεραπεία εξατομικεύεται κατά περίπτωση, ενώ τα ποσοστά υποτροπής μπορεί να φτάνουν και το 40%.

Η καλύτερη μέθοδος αντιμετώπισης , με τα μικρότερα ποσοστά υποτρωπών είναι η ανοικτή μέθοδος. Το μειονέκτημα της μεθόδου είναι η ανάγκη για τακτικές αλλαγές στο χειρουργικό τραύμα. Η ημίκλειστη μέθοδος και η μερική εκτομή της κύστεως με διάνοιξη των πόρων, έχουν μεγαλύτερα ποσοστά υποτροπής χωρίς να μειώνεται σημαντικά η ανάγκη για αλλαγές στο τραύμα.